ορθοστατος

ορθοστατος
    ὀρθόστατος
    ὀρθό-στᾰτος
    2
    прямо поставленный, приставленный (к городской стене)
    

(κλίμακες Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ορθοστατος" в других словарях:

  • ορθόστατος — ὀρθόστατος, ον (Α) αυτός που στέκεται όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στατος (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. νεό στατος] …   Dictionary of Greek

  • ὀρθόστατον — ὀρθόστατος upstanding masc/fem acc sg ὀρθόστατος upstanding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάτου — ὀρθόστατος upstanding masc/fem/neut gen sg ὀρθοστάτης upright shaft masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»